ἐκπίπτω

ἐκπίπτω
ἐκ-πίπτω, heraus-, herabfallen; σκῆπτρον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός, fiel ihm aus der Hand; ϑαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, entfiel ihm. Von Bäumen: umfallen. Von Soldaten: einen Ausfall machen. Oft liegt darin der passive Begriff vertrieben, verdrängt werden; κρεῖσσον γὰρ πρὸς ἀνδρὸς ἐκπεσεῖν, d. i. überwunden werden; ἄϑαπτος ἐκπέσοι χϑονός, aus dem Lande geworfen werden, ins Exil gehen; οἱ Κόλχοι ἐκπεπτωκότες τῶν οἰκιῶν, aus ihren Wohnsitzen vertrieben; absol., οἱ ἐκπεσόντες, die Exilierten; ἐκπίπτειν ὑπὸ Μήδων ἐκ Πελοποννήσου, durch die Meder vertrieben werden. Ans Land geworfen, verschlagen werden. Einer Sache verlustig gehen, sie verlieren. Von Theaterstücken: durchfallen; von Dichtern u. Schauspielern. Von Rednern, die sich nicht in der Volksgunst halten können; ὁ λόγος ἡμῖν ἐκπεσὼν οἰχήσεται, wird durchfallen; in der Rede stecken bleiben; ἐκπίπτειν τοῠ λόγου, herauskommen. Ausschlagen, ausfallen; ἐς ἀλλότριον εἶδος, ausarten in; ἐς λήϑην τινός, vergessen. Αἱ ψῆφοι ἐξέπεσον, wurden ausgeschüttet. Vom Orakel: es wird von einem Orte aus erteilt, aus dem Heiligtum; φωνὴ ἐξ ἄλσους, tönt aus dem Hain hervor. Allgemeiner: auskommen, unter die Leute kommen, bekannt werden

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εκπίπτω — εκπίπτω, εξέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: εκπίπτω : μόνο ως αμετάβατο, π.χ. οι φόροι εκπίπτουν. Η χρησιμοποίηση του ρ. ως μεταβατικού (εκπίπτω κάτι) είναι λαθεμένη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπίπτω — ἐκπί̱πτω , ἐκπίτνω pres subj act 1st sg ἐκπί̱πτω , ἐκπίτνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • παρεκπίπτω — Α [εκπίπτω] 1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω 2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω 3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.) …   Dictionary of Greek

  • διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… …   Dictionary of Greek

  • εκπίτνω — ἐκπίτνω (Α) βλ. εκπίπτω …   Dictionary of Greek

  • κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • προεκπίπτω — Α 1. προηγούμαι, προπορεύομαι 2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.) 3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο 4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • προσεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.) 2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”